Η ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ ΕΓΙΝΕ 77 ΕΤΩΝ....
Η ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ ΕΓΙΝΕ 77 ΕΤΩΝ....Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 28 Νοεμβρίου 1947. Η παιδική ηλικία της Φαραντούρη ήταν δύσκολη, με την ασθένεια της πολιομυελίτιδας να την ταλαιπωρεί για χρόνια. Η οικογένειά της ζούσε στη Νέα Ιωνία, και από εκεί άντλησε τις πρώτες της αναμνήσεις. Καθώς μεγάλωνε, η συμμετοχή της στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων της Ελληνικής Μουσικής την έκανε να ανακαλύψει το πάθος της για το τραγούδι, ξεκινώντας έτσι τη μουσική της πορεία. Ο Σύλλογος, αποτελούσε ένα περιβάλλον που περιγράφεται και ως φυτώριο νέων καλλιτεχνών, με μέλη αυτού να αποτελούν ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Χρήστος Λεοντής, οι Ζάκης και Παναγιώτης Κουνάδης κ.α..
Το 1963, ο Μίκης Θεοδωράκης την ανακάλυψε τραγουδώντας ένα από τα τραγούδια του και της πρότεινε να γίνει η φωνή των έργων του. Έγινε μέλος της μουσικής ομάδας του Θεοδωράκη, μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη.
Το 1965 όταν έκανε την πρώτη της επαγγελματική ηχογράφηση με το τραγούδι των Σπύρου Παπά και Γιάννη Αργύρη "Κάποιος γιορτάζει", όπου τη συνόδευε ο Λάκης Παπάς. Τα πρωταρχικά στάδια της καριέρας της, συνεργαζόταν με τον Μάνο Χατζιδάκι και σμείωνε πολλαπλές συνεργασίες. Αργότερα, ο Θεοδωράκης έγραψε έξι τραγούδια αποκλειστικά για την Φαραντούρη, που τα ονόμασε «Κύκλο Φαραντούρη», τιμώντας την κύρια ερμηνεύτρια του. Έτσι η Φαραντούρη εμφανίζεται σε συναυλίες, όπου συνόδευαν τα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, ενώ εκτός από την Ελλάδα, κατάφερε να αποκτήσει και διεθνή καριέρα, ταξιδεύοντας μέχρι και στη Σοβιετική Ένωση, όπου η φωνή της ενθουσίασε τον Αράμ Ίλυτς Χατσατουριάν.
Στο πλευρό του Θεοδωράκη, η Φαραντούρη παρουσίασε στο ελληνικό κοινό τα έργα μεγάλων ποιητών όπως ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης, μέχρι την επιβολή της χούντας το 1967, όταν η μουσική του Θεοδωράκη απαγορεύτηκε και ο ίδιος φυλακίστηκε. Η Φαραντούρη, μετά από συμβουλή του Θεοδωράκη, αναγκάστηκε να φύγει στο εξωτερικό, όπου συνέχισε να τραγουδά για την αντίσταση και να συμμετέχει σε συναυλίες για την αντιδικτατορική δράση.
Η Φαραντούρη αποτελεί μια σημαντική μορφή στον τομέα της μουσικής, καθώς κέρδισε την αναγνώριση του διεθνούς Τύπου με τιτλοφορίες όπως η "Μαρία Κάλλας του λαού" από την The Daily Telegraph, η "Joan Baez της Μεσογείου" από την Le Monde, και περιγράφεται η φωνή της ως "δώρο των Θεών του Ολύμπου" από την The Guardian. Η προσφορά της ξεχωρίζει όχι μόνο για τα φωνητικά της προσόντα και τη σεμνή σκηνική παρουσία αλλά και για το ήθος και την κοινωνική της δραστηριοποίηση. Με τις συναυλίες της σε Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες και με ηχογραφήσεις που μεταδόθηκαν από σταθμούς όπως το BBC και η Deutsche Welle, κρατώντας έτσι "ζωντανή" τη μουσική του Θεοδωράκη ο οποίος βρισκόταν στην εξορία και της έστελνε μυστικά κασέτες με πρόχειρες ηχογραφήσεις, τις οποίες η Μαρία μετέτρεπε σε ενορχηστρώσεις με τη βοήθεια συνεργατών. Η συναυλία στο Roundhouse του Λονδίνου και άλλες στο Albert Hall, με τη συμμετοχή κορυφαίων καλλιτεχνών όπως οι John Gielgud, Alan Bates, Peggy Ashcroft και η Μελίνα Μερκούρη, ήταν σταθμοί στην καριέρα της.
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, η Φαραντούρη γνώρισε τον ποιητή Τηλέμαχο Χυτήρη και συνέχισε τη συνεργασία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, που τότε συνέθετε την Εποχή της Μελισσάνθης, δίνοντάς της κεντρικό ρόλο στο έργο. Από την απελευθέρωση του Θεοδωράκη επίσης και κατά τις συναυλίες του στο εξωτερικό, η Φαραντούρη ήταν μία εξ αυτών που συμμετείχε στην ανάδειξη του έργου του Θεοδωράκη σε έθνη του εξωτερικού. Παράλληλα με τις συναυλίες της, ηχογραφούσε δίσκους που έφθαναν κρυφά στην Ελλάδα για να δώσουν θάρρος και ευψυχία σε όσους αγωνίζονταν κατά του καθεστώτος. Λίγο αργότερα, σε μια περιοδεία της στις Ηνωμένες Πολιτείες, γνώρισε στη Νέα Υόρκη την Φλέρυ Νταντωνάκη, με την οποία συνδέθηκε με βαθιά φιλία.
Σε συναυλίες τους στο Παρίσι, ο τότε ηγέτης του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Φρανσουά Μιτεράν (François Mitterand) εντυπωσιάστηκε ο από την Φαραντούρη, σχολιάζοντάς την στο βιβλίο του "Η μέλισσα και ο Αρχιτέκτονας", ως όμοια με την ίδια την Ελλάδα και τη θεά Ήρα: "δυνατή, αγνή και άγρυπνη".
Με την πτώση της χούντας, η Φαραντούρη επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου μαζί με τον Θεοδωράκη προσέφεραν αξέχαστες στιγμές συγκίνησης στο ελληνικό κοινό. Mε συνειδητές επιλογές, εξασφάλισε καλλιτεχνική αυτονομία και διακρίθηκε σε διάφορα μουσικά είδη. Είχε ως αρωγό την Έλλη Νικολαΐδη, η οποία τη βοήθησε στη μουσική της εξέλιξη. Μετά το 1976, άρχισε να διευρύνει το ρεπερτόριό της, συνεργαζόμενη με διεθνείς καλλιτέχνες και συμμετέχοντας σε φεστιβάλ. Πρότεινε τραγούδια διαμαρτυρίας στο ελληνικό κοινό, που τα υποδέχθηκε θερμά. Η συνεργασία της με τον Έκερχαρνττ Σκχαλ σε τραγούδια του Μπερτόλτ Μπρέχτ σημείωσε μεγάλη επιτυχία, και η Φαραντούρη έγινε πηγή έμπνευσης για διεθνείς καλλιτέχνες, όπως οι Savage Republic και ο Νελς Κλάιν. Είχε επίσης σημαντική συνεργασία με τον Μάνο Λοΐζο και τον Μιχάλη Γρηγορίου, ενώ η σχέση της με τον Μάνο Χατζιδάκι ενίσχυσε την καλλιτεχνική της παρουσία[8]. Μια σημαντική κίνηση στην καριέρα της ήταν η συνεργασία με τον Τούρκο συνθέτη Ζουφού Λιβανέλη, που έλαβε θερμή υποδοχή και στις δύο χώρες, συμβάλλοντας σε μια κλίμα ειρήνης και συμφιλίωσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Το 1981, παρουσίασε με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Πέτρο Πανδή -για δεύτερη φορά στην Κούβα- το Canto General. Οι συναυλίες, έγιναν παρουσία του Φιντέλ Κάστρο, και είχαν τόση επιτυχία, ώστε ακολούθησε η πρόσκληση από τον Κουβανό πρόεδρο να επαναληφθεί στα επόμενα χρόνια και να δοθεί νέος κύκλος συναυλιών.
Με την γέννηση του υιού της ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου του 1985, η Φαραντούρη αποσύρεται προσωρινά από την ενεργή δράση, λόγω των αναγκών της μητρότητας, πραγματοποιώντας λίγες αλλά εκλεκτές συνεργασίες στα αμέσως επόμενα χρόνια. Η πιο σημαντική ήταν η συνεργασία της με τον κορυφαίο μαέστρο Ζουμπίν Μεχτά και την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Ισραήλ, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, για την ερμηνεία του κλασικού έργου «Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Στο μέλλον θα βρισκόταν και πάλι κάτω από την μπαγκέτα του διάσημου αρχιμουσικού, λίγο πριν από το γύρισμα της χιλιετίας, στο Παρίσι, για τον εορτασμό του Millennium από την Unesco.
Παράλληλα με την ενασχόλησή της με την πολιτική, τo 1990 επανέρχεται στην ενεργό δράση με πολλαπλές συνεργασίες. Το 2000, συνθέτει για την Φαραντούρη η Λένα Πλάτωνος. Τον Αύγουστο του 2001, συμμετέχει στην σύμπραξη της Ορχήστρας των Χρωμάτων, και υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη παρουσίασαν το πρόγραμμα ΄΄Ένας Αιώνας Ελληνικό Τραγούδι΄ γεμίζοντας το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού. Στην συνέχεια της καριέρας της, συνδυάζει ρεμπέτικη και βυζαντινή μουσική, καθώς και παλαιότερο και σύγχρονο έντεχνο, ελληνικό και παγκόσμιο ρεπερτόριο. Παράλληλα, συνεχίζει τα ανοίγματα της στις διεθνείς μουσικές τάσεις, όπως το ethnic αλλά και στις συνεργασίες με καλλιτέχνες του κλασικού ρεπερτορίου.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος επιβράβευσε την προσφορά της Μαρίας Φαραντούρη στο ελληνικό τραγούδι, απονέμοντας της τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος.
Στις 4 Οκτωβρίου 2014 της απονέμεται το «Premio Tenco» στο «Teatro del Casino» του Σαν Ρέμο, αναγνωρίζοντας την συμβολή της Ελληνίδας καλλιτέχνιδας στη διάδοση του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού διεθνώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.